- πιερικός
- -ή, -όν, ΝΑ [πιερία]αυτός που αναφέρεται στην Πιερία ή προέρχεται από την Πιερία («πιερικῆς πίσσης», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πιερικός — from Pieria masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιερικῶν — Πιερικός from Pieria fem gen pl Πιερικός from Pieria masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιερικόν — Πιερικός from Pieria masc acc sg Πιερικός from Pieria neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιερικαί — Πιερικός from Pieria fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιερικοῦ — Πιερικός from Pieria masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιερικῆς — Πιερικός from Pieria fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιερική — Πιερικός from Pieria fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιερικήν — Πιερικός from Pieria fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιερικῷ — Πιερικός from Pieria masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek